ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ Ή ΦΑΡΜΑΚΟ;
Καταρχήν να πούμε ότι, σε ό, τι αφορά την ψυχική νοσηρότητα και βέβαια μαζί με αυτό συμπαρασύρεται και το ψυχιατρικό φάρμακο, υπάρχει το κοινωνικό στίγμα. Φράσεις όπως “τρελογιατρός”, “σχιζοφρενής”, “τα φάρμακα θα σε τρελάνουν”, λέγονται δυστυχώς επιπόλαια και σε αυτό αντανακλάται το στίγμα, που η επίσκεψη σε ψυχίατρο, η ψυχιατρική διάγνωση και, ίσως μια θεραπευτική πρόταση που θα συμπεριελάμβανε φάρμακο, θα περιέκλειε.
Μία γενική οδηγία είναι ότι τα φάρμακα πρέπει να δίνονται όταν ο βαθμός, η ένταση, καθώς και η διάρκεια της ψυχικής παθολογικής κατάστασης είναι μέτριας ή μεγάλης έντασης. Βασικοί δείκτες είναι ο βαθμός δυσλειτουργίας που προκαλεί η ψυχιατρική πάθηση στα βασικά πεδία της ζωής και το μέγεθος της υποκειμενικής δυσφορίας. Έτσι, όταν το άτομο έχει έντονες κρίσεις πανικού, συχνές ή επανειλημμένες επισκέψεις στα επείγοντα νοσοκομείων και αποφυγή έκθεσης σε μέρη και καταστάσεις που πιστεύει το άτομο ότι θα πυροδοτήσουν νέες κρίσεις πανικού, τότε δυσκολεύομαι να φανταστώ πώς το άτομο θα βρει το μίνιμουμ της ψυχραιμίας για να εμπλακεί σε θεραπευτική διαδικασία, εάν δεν πάρει για λίγες ημέρες τουλάχιστον λίγο ηρεμιστικό. Σύμφωνα με την ίδια λογική, εάν κάποιος έχει βαριά κατάθλιψη ή εμμονικές ιδεοληψίες σε βαθμό που δεν μπορεί να λειτουργήσει επαγγελματικά, κοινωνικά, σχεσιακά, επί μακρόν, τότε είναι σχεδόν σίγουρο ότι σε κάποια φάση της θεραπείας θα προταθεί από τον ειδικό και το φάρμακο. Σε αντίστιξη των προηγούμενων περιπτώσεων, εάν, ειδικά κάποιος νέος σε ηλικία συνάνθρωπος, έχει ήπιο άγχος και προβληματισμό για τη ζωή, που μπορεί και να τον κάνει να αισθάνεται θλιμμένος, και αυτοί οι προβληματισμοί σχετίζονται με τη δυσκολία να είναι αρκούντως προσαρμοστικός στα δεδομένα της ζωής του, τότε προφανώς και δεν σκεπτόμαστε το φάρμακο.
Πολύ γενικά μιλώντας, και σε κάθε περίπτωση, θέλουμε ο συνάνθρωπός μας, που μας εμπιστεύεται την ψυχική του υγεία, να αποκτήσει κατά το δυνατόν τη γνώση και ει δυνατό να επιτευχθεί η ψυχοσυναισθηματική αλλαγή, ώστε να κατανοήσει τις παγιδεύσεις του και τις εμπλοκές του, που τον έχουν φέρει στη δύσκολη κατάσταση να βιώνει το αδιέξοδο. Αυτό το αδιέξοδο, ασχέτως με το που μπορεί να καταλήξει -αγχώδη διαταραχή ή πανικό ή καταθλιπτική διαταραχή- έχει προκληθεί κατά βάση από τον τρόπο που είναι δομημένη η προσωπικότητά του και αυτό με τη σειρά του έχει να κάνει με τον τρόπο που μεγάλωσε. Πιο συγκεκριμένα, σχετίζεται με τις προσωπικότητες των γονιών κατά βάση, με τη σχέση του με καθένα από αυτούς, όπως και με την ποιότητα της σχέσης των γονιών μεταξύ τους. Όπως συνηθίζω να λέω στους θεραπευόμενούς μου, οι παραπάνω συνιστώσες αναμιγνύονται σε ένα ψυχικό μπλέντερ και από εκεί προκύπτουν οι προσωπικότητες των ατόμων. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνούμε και τις επιρροές των φίλων και συμμαθητών, όπως και τις ατυχείς στρεσσογόνες συγκυρίες που αντιμετωπίζουμε στο διάβα της ζωής μας.
Άρα λοιπόν ιδανικά θα θέλαμε να βελτιωθεί ο βαθμός αυτογνωσίας του καθενός μας, ώστε ν’ αλλάξουμε το μοτίβο και τους όρους εμπλοκής μας με τους σημαντικούς άλλους στη ζωή μας, είτε αυτοί είναι σύζυγοι, παιδιά, γονείς, πεθερές, αφεντικά , φίλοι, ώστε να μειωθεί η αίσθηση αδιεξόδου άρα να μειωθεί η πιθανότητα η κλιμάκωση της ψυχικής τάσης να καταλήξει σε συμπτώματα ψυχικά ή και ψυχοσωματικά.
Εδώ να πούμε ότι υπάρχουν πολλών λογιών ψυχοθεραπείες, από αυτές που ο θεραπευτής ειναι πολύ ενεργητικός, εμφατικός και καθοδηγητικός, έως εκείνες που σπάνια ακούς τη φωνή του θεραπευτή σου στο 45 λεπτό της συνεδρίας. Προφανώς οι τελευταίες είναι οι ψυχαναλυτικού τύπου συνεδρίες. Επίσης να πούμε ότι όλων των ειδών οι ψυχοθεραπείες δεν ταιριάζουν με όλους, όπως και ότι όλοι οι θεραπευτές δεν ταιριάζουν με όλους τους θεραπευόμενους. Γενικά οι προκαταλήψεις δεν βοηθούν. Γενικεύσεις του στυλ “θέλω φάρμακο”, “δεν θέλω με τίποτα φάρμακο”, “δεν έχω τι να πω στη θεραπεία”, “όλο τα ίδια και τα ίδια λέω∙ μάλλον με κοροϊδεύει ο θεραπευτής”, καλό είναι να συζητιούνται χωρίς προκαταλήψεις. Οτιδήποτε γίνεται ή παραλείπεται να γίνεται στη συνεδρία, είτε έχει να κάνει με φαρμακοθεραπεία, είτε μόνο με ψυχοθεραπεία, είτε με συνδυασμό των 2 , καλό είναι να συζητείται και να αναλύεται. Έτσι μπορεί να σμιλευτεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης , ειλικρινείας , σεβασμού και αμοιβαιότητας με το θεραπευτή, ώστε να ξεπεραστούν οι δυσκολίες της θεραπευτικής διαδικασίας- επαναλαμβάνω, είτε έχει να κάνει με φάρμακο, είτε με ψυχοθεραπεία- και ο θεραπευόμενος να φτάσει νωρίτερα και σε βάθος στο επιθυμητό, που είναι μέσα από την αυτογνωσία και την αλλαγή, η αυτοπραγμάτωση και τελικά ο αυτοπροσδιορισμός, ώστε το άτομο από ενεργούμενο να μετουσιωθεί σε ενεργητικό ον, έτοιμο για ώριμες συναισθηματικά σχέσεις και δημιουργική πορεία στη ζωή.