ποια ψυχοθεραπεία να επιλέξω;
Ως συνήθως λέω στους επισκέπτες στο γραφείο μου πως στην ψυχιατρική οι θεραπευτικές ατραποί είναι δύο∙ η ψυχοθεραπεία και το φάρμακο. Θέλουμε να προκρίνουμε το πρώτο -ψυχοθεραπεία- ώστε το άτομο να γνωρίσει πού έχει αυτοπαγιδευθεί, ώστε να σταματήσει να ψυχορραγεί ψυχικά με την εμπλοκή του σε δυσλειτουργικές καταστάσεις και σχέσεις. Υπάρχουν όμως πολλών ειδών ψυχοθεραπείες∙ Από αυτές όπου ο θεραπευτής είναι πολύ ενεργητικός μέχρι αυτές όπου σπάνια ακούς τη φωνή του. Συνήθως στις πρώτες συγκαταλέγονται οι συμπεριφορικές θεραπείες, ενώ στις δεύτερες οι πιο ψυχαναλυτικές. Στην ψυχοθεραπεία τα βασικά πιόνια είναι οι συμπεριφορές, οι σκέψεις και τα συναισθήματα. Όλες οι ψυχοθεραπείες ακουμπούν σ’ αυτές τις παραμέτρους, άλλες περισσότερο στη μια από αυτές και άλλες περισσότερο σε άλλη. Για παράδειγμα στη συμπεριφορική ψυχοθεραπεία επικεντρωνόμαστε στη συμπεριφορά. Αυτή η μορφή ψυχοθεραπείας είναι εξαιρετική για φοβίες και ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Έτσι ο θεραπευόμενος μαθαίνει να εκτίθεται σταδιακά στη φοβική συγκύρια και να μειώνει τους καταναγκασμούς που συντηρούν την ψυχαναγκαστική κατάσταση. Τίθενται στόχοι, ημερολόγια και συζητούνται οι δυσκολίες που προκύπτουν. Έτσι κάποιος με μικροβιοφοβία μαθαίνει σταδιακά να μειώνει τη διάρκεια ενασχόλησης με τελετουργίες καθαριότητας. Για να γίνει αυτό κατανοητό πρακτικά να πω ότι υπάρχουν θεραπευόμενοι των οποίων το λουτρό μπορεί να διαρκεί για πολλές ώρες ημερησίως.
Τη συμπεριφορική θεραπεία έρχεται να συμπληρώσει η γνωστική θεραπεία. Σύμφωνα με αυτή οι αρνητικές αυθόρμητες σκέψεις αντικαθίστανται σιγά σιγά με πιο πιθανές και λειτουργικές. Για παράδειγμα, αφού αισθάνθηκα ταχυκαρδία σημαίνει ότι το έμφραγμα επίκειται. Αφού πέρασε στο μυαλό μου μια άσχημη ανήθικη σκέψη σημαίνει ότι είμαι μιαρός και ανήθικος άνθρωπος. Σύμφωνα με τη γνωστική θεραπεία υπάρχουν οι αυτόματες αρνητικές σκέψεις σαν τ’ αγκάθια (μολύνθηκα ακουμπώντας το πόμολο της πόρτας) που εκπορεύονται από ενδιάμεσες πεποιθήσεις σαν τα κλωνάρια (εάν δεν προσέχω πολύ την υγιεινή υπάρχουν πιθανότητες να συμβεί κάτι κακό στην υγεία μου) οι οποίες με τη σειρά τους εκπορεύονται από πυρηνικές σκέψεις (κάτι κακό θα μου συμβεί). Τις τελευταίες δεν τις σκεφτόμαστε συνειδητά αλλά υπάρχουν στο background της προσωπικότητάς μας και λειτουργούν συνεχεία.
Προχωρώντας σε θεραπείες όπου ο θεραπευτής είναι ακόμα λιγότερο συμμετοχικός – χωρίς να σημαίνει ότι δεν είναι σε απόλυτη θεραπευτική εγρήγορση – φτάνουμε στις ψυχαναλυτικές θεραπείες. Εδώ απαιτείται ο θεραπευόμενος να είναι ψυχολογικά ευαισθητοποιημένος και να προσπαθεί να κατανοεί το βάθος των ψυχικών φαινομένων. Με τη βοήθεια του θεραπευτή γίνεται εκσκαφή βαθύτερων ασυνείδητων αγωνιών, συμπλεγμάτων, φοβιών. Το παράδειγμα θα βοηθούσε κι εδώ. Επιλέγω συντρόφους κακοποιητικούς, παρόμοιους με τους κακοποιητικούς γονείς μου. Κανένας συνειδητά δεν θέλει εξαρχής να εμπλακεί σε μια κακοποιητική συντροφική συνθήκη.
Τέλος, φτάνουμε σε πιο σύγχρονες ψυχοθεραπευτικές σχολές, όπως η γνωστική αναλυτική ή η θεραπεία σχημάτων, που αρτιώνουν τεχνικές από τις προηγούμενες. Χρησιμοποιούν με άλλα λόγια γνωστικές, συμπεριφορικές και ψυχαναλυτικές τεχνικές εστιάζοντας είτε στο σχεδιάγραμμα δυσλειτουργικών συναισθημάτων, σκέψεων, συμπεριφορών, είτε δίνοντας έμφαση σε πιο βιωματικές τεχνικές «αναβίωση παιδικού τραύματος», όπου ο θεραπευτής είναι ενεργά παρών στη «μεταφορά» στο παρελθόν και βοηθά το θεραπευόμενο να βιώσει συνθήκες παρελθόντος, με ασφαλή όμως τώρα τρόπο. Αυτές ενδείκνυνται στην περίπτωση που ο θεραπευόμενος συλλαμβάνει τον εαυτό του να στροβιλίζεται με δυσλειτουργικό τρόπο στις σημαντικές σχέσεις του στη ζωή και ως εκ τούτου σχετίζεται άρρηκτα με τη δομή της προσωπικότητας του.
Βέβαια υπάρχουν και οι ομαδικές θεραπείες, οι θεραπείες ζεύγους, η συστημική θεραπεία κ.α. Είναι σημαντικό να εξηγηθεί στο θεραπευόμενο η τεχνική που θα ακολουθηθεί, όπως και για τον θεραπευόμενο να ζητά διευκρινήσεις για ό,τι τον απασχολεί στη θεραπευτική διαδικασία, ακόμα κι αν δεν λαμβάνει (ή νοιώσει ότι δεν λαμβάνει) ξεκάθαρες απαντήσεις στα θέματα που τον απασχολούν. Εξίσου σημαντικό είναι ο θεραπευτής να ασκήσει τις τεχνικές στις οποιες έχει εκπαιδευτεί και νοιώθει ότι είναι επαρκής να ξεδιπλώσει. Κλείνοντας δεν μπορώ παρά να αναφερθώ στα δύο βασικότερα στοιχεία πάνω στα οποία θα πρέπει να βασίζεται η όποια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση∙ την ηθική υπόσταση του θεραπευτή, ο όποιος δεν πρέπει να εκμεταλλευτεί την εξ ορισμού ευάλωτη θέση του θεραπευόμενου, και την επικέντρωση στο σμίλευμα μιας σχέσης θεραπευτή -θεραπευόμενου βαθειάς, ειλικρινούς, με σεβασμό κι εκτίμηση, ώστε πάνω σε αυτή να οικοδομηθεί η συναισθηματική επανορθωτική εμπειρία του συνανθρώπου που μας εμπιστεύεται την ψυχική του υγεία..!