Καλή Χρονιά!.. με διήγημα γραμμένο στην εποχή κορωνοιού
Απολαμβάνω ιδιαίτερα τελευταία να ακούω στο ραδιόφωνο ιστορίες που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας καραντίνας από ερασιτέχνες και κατά συγκυρία συγγραφείς, που εμπνεύστηκαν από την απομόνωσή τους. Πρόσφατα έπεσα πάνω σε μια που μ’ εντυπωσίασε με την απλότητα και την ανθρωπιά της. Σας τη μεταγράφω για να τη μοιραστώ μαζί σας, παρότι φοβάμαι πως οι ηχητικοί ακόλουθοί της, οι οποίοι με συντρόφευαν κατά τη διάρκεια της ακρόασής της, θα την έκαναν πιο ελκυστική…
Καφέ για έναν… ιδανικά δύο.
«Ζω μόνη μου τον τελευταίο καιρό και μέχρι πρόσφατα δεν είχα συνειδητοποιήσει το γεγονός πως ο άνθρωπος στον οποίο μιλώ περισσότερο καθημερινά είναι αυτός από τον οποίο αγοράζω τον καφέ μου στο δρόμο για τη δουλειά. Δεν είναι πολλές οι μέρες που ξεκίνησα να δουλεύω από το σπίτι και άρχισα να μιλώ στον … βραστήρα μου!
– Ευχαριστώ, του λέω καθώς το νερό φτάνει στο σημείο βρασμού.
Το νερό συνεχίζει να βγάζει ατμούς και μπουρμπουλήθρες, ενώ προσθέτω μέσα στην κούπα μου ακριβώς δυο κουταλάκια στιγμιαίου καφέ. Ξαναβάζω το βραστήρα στη βάση του και ακούω το χαρακτηριστικό κλικ. Η στιγμή αυτή προσομοιάζει με τη στιγμή που δίνω τα χρήματα για τον καφέ μου και λέω στο σερβιτόρο:
– Καλή μέρα και σε σένα…
Αλλά αντί γι’ αυτό λέω ξανά,
– ευχαριστώ!
Το να εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στα άψυχα αντικείμενα της καθημερινής ζωής με κάνει να νιώθω όμορφα. Το να σκέφτομαι ότι η μέρα μου ξεκινά καλά… σίγουρα είναι μικρό ακόμη το διάστημα της αυτό-απομόνωσης γι’ αυτό…
Fast forward στην τρίτη εβδομάδα της απομόνωσης… Ετοιμάζω τον πρώτο από τους πολλούς καφέδες της ημέρας. Ο βραστήρας δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ τόσο πολύ στη ζωή του! Τώρα εκτελεί με εξαιρετικό επαγγελματισμό την αποστολή του, που είναι να βράζει εξαιρετικής ποιότητας νερό απαλλαγμένο από μέταλλα.
– Ευχαριστώ,
του λέω ξανά αλλά, έτσι όπως στέκομαι δίπλα του πίνοντας τον καφέ μου και απολαμβάνοντας ο ένας του άλλου τη σιωπηρή συντροφιά, προσπαθώ να δω πέρα από το γεγονός ότι είναι απλά ένα κυλινδρικό μεταλλικό αντικείμενο με λίγη σκόνη πάνω του…
Είναι δώρο από τον αδερφό μου, ακριβώς ίδιος με αυτόν που είχαν οι γονείς μας. Μου τον χάρισε όταν μετακόμισα από το πατρικό μας· και είναι ο ίδιος που με κοιτάζει τώρα με την μεταλλική λάμψη του. Ο βραστήρας, λοιπόν, αυτός δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ μέχρι τη στιγμή που μ’ επισκέφτηκε ένας φίλος πολλές πολλές εβδομάδες νωρίτερα. Προσωπικά, δε συνηθίζω να χρησιμοποιώ βραστήρα, καθώς προτιμώ τα φακελάκια καφέ.
– Συγνώμη, βραστήρα, λέω…
Είναι καιρός τώρα που άκουσα πώς από τα πιο σημαντικά πράγματα κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού είναι η ρουτίνα…
Στην επιφάνεια του βραστήρα βλέπω την αντανάκλασή μου θολή και πλατιά… Μήπως θα έπρεπε να αναζητήσω βοήθεια; Αυτό που πρέπει να κάνω για τον βραστήρα, του οποίου τα συναισθήματα ξεκάθαρα πλήγωσα παρατώντας τον στο περιθώριο, είναι… Αλλά πώς εξηγείς σε έναν βραστήρα, ο οποίος είναι κρύος και άδειος, ότι ανήκει σε μια εποχή που δεν είχε σημασία πόσα εκατοστά μεσολαβούσαν ανάμεσα σε σένα και τον άλλον, ότι ανήκει σε μια εποχή που ήταν υπέροχα συνηθισμένο να ξοδεύεις ώρες με ένα φίλο πάνω από ατελείωτες κούπες καφέ και συζήτησης, κρατώντας σειρά για να γεμίζουμε ο ένας την κούπα του άλλου ή για να σηκωνόμαστε να ξαναβάλουμε το βραστήρα σε λειτουργία και να ξαναγεμίσουμε…
Ο βραστήρας έχασε τον προορισμό του… Η αντανάκλασή μου δημιουργεί πάνω στη σκονισμένη του επιφάνεια πλατιά πρόσωπα… παίρνω ένα πανί από παλιό μου μπλουζάκι για να του δώσω ένα γυάλισμα… Νιώθω την παρόρμηση να αγκαλιάσω το βραστήρα, και τον φέρνω πάνω στο στήθος μου…
Θυμάμαι που διάβαζα πριν λίγο καιρό ένα βιβλίο που μιλούσε για την αγάπη και σ’ ένα του κεφάλαιο αναφερόταν στη δύναμη της αγκαλιάς. Δεν είχε να κάνει, βέβαια, συγκεκριμένα με τις αγκαλιές που χαρίζουμε σ’ έναν… βραστήρα… αλλά πιστεύω θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σ’ αυτή την περίπτωση…
Ο συγγραφέας, λοιπόν, έγραφε πως πριν από το αγκάλιασμα οι αγαπημένοι στέκονται και αντικρίζουν ο ένας τον άλλο. Οι αναπνοές τους αποκτούν τον ίδιο ρυθμό, καθώς επιτυγχάνεται έτσι η ουσιαστική παρουσία και των δυο. Είναι η στιγμή που τα χέρια ανοίγουν και αγκαλιάζει ο ένας τον άλλο. Κατά τη διάρκεια της πρώτης αναπνοής γίνεται αντιληπτό ότι οι δυο τους ταυτόχρονα είναι ζωντανοί. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης εισπνοής και εκπνοής αναρωτιούνται πού θα βρίσκονται σε τριακόσια χρόνια από τη στιγμή αυτή, ενώ, με την τρίτη αναπνοή συνειδητοποιούν ξανά ότι είναι και οι δυο ακόμη ζωντανοί.
Η πρώτη αναπνοή είναι εύκολη· και αντιλαμβάνομαι εύκολα ότι εγώ και ο αγαπημένος μου… βραστήρας είμαστε παρόντες. Η δεύτερη αναπνοή δεν είναι τόσο εύκολη. Πού θα βρισκόμαστε σε τριακόσια χρόνια από τώρα; Εγώ ξέρω σίγουρα πού θα είμαι… Ο βραστήρας μου όμως; Πού θα βρίσκεται; Αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι τι ιστορίες θα λέγονται γι’ αυτόν. Θα έχει συμβιώσει με περισσότερα από ένα άτομα; Ποιος θα τον χρησιμοποιεί σε πενήντα χρόνια από τώρα; Μήπως θα μείνει μόνος για τα επόμενα τριακόσια χρόνια; Πότε θα είναι πάλι γεμάτος ζωή; Ποια είναι τελικά η ερώτηση που ο καθένας από εμάς θα κάνει όταν θα έχει τελειώσει όλο αυτό;
Όταν κοιτάζω το βραστήρα μου, είμαι σε θέση να θυμηθώ ολόκληρες συζητήσεις που έκανα πάνω από αυτόν με φίλους την ώρα του καφέ. Στην πραγματικότητα, όταν το σκέφτομαι, συνειδητοποιώ ότι μπορώ να ανακαλέσω την τελευταία φορά που ήπια καφέ με σχεδόν όλους τους φίλους μου τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Μπορώ να θυμηθώ πού κάθισαν, από ποια κατεύθυνση ερχόταν το φως, τον ήχο που έκαναν όταν έπιναν τον καφέ τους, τι φορούσαν, αν ο βραστήρας ήταν ιδιαίτερα βαρύς και έπρεπε γι’ αυτό να τον κρατούν με ιδιαίτερη προσοχή, πώς τοποθετούσαν προσεκτικά την κούπα στο πιατάκι της όταν ήταν νευρικοί, τι τους έκανε να γελούν, τι να κλαίνε, τι τους έκανε να γελούν μέχρι δακρύων.
Αυτό που δυσκολεύτηκα να θυμηθώ είναι ο τρόπος με τον οποίο αγκαλιαζόμασταν οι φίλοι πριν καθίσουμε… Πώς γινόταν, πώς ταίριαζαν τα σώματά μας μαζί, πού τοποθετούσα τα χέρια μου, πάνω ή κάτω από του άλλου; Σηκωνόμουν στα δάχτυλα για ν’ αγκαλιάσω τους πιο ψηλούς από εμένα φίλους ή γλιστρούσαν αυτοί κάτω με τα μακριά τους χέρια για να μ’ αγκαλιάσουν σαν γερανοί σε χαμηλή πτήση πάνω από ένα λεπτεπίλεπτο γιαπωνέζικο φλιτζάνι τσαγιού; Άραγε θα κάνουμε μια αδέξια έστω αγκαλιά, όταν όλο αυτό θα έχει τελειώσει; Θα κρατήσει η αγκαλιά τόσο, ώστε να συντελεστούν όλα τα προβλεπόμενα στάδιά της; Θα το προσέξει κανείς μετά από τόσο καιρό χωρίς αγκαλιές;
Ο βραστήρας δεν έχει απαντήσεις για μένα, αλλά τον νιώθω αρκετά ζεστό τώρα… Και καθώς παίρνω την τρίτη μου αναπνοή συνειδητοποιώ πόσο πολύτιμο είναι που είμαστε και οι δυο εδώ ζωντανοί!
Σήμερα νομίζω πως θα απολαύσω ένα φλιτζάνι καφέ…»
συγγραφέας Jennifer Wong, μετάφραση -επιμέλεια Καρανίκας Βαγγέλης