ΝΑ ΧΩΡΙΣΩ Η ΝΑ ΜΗ ΧΩΡΙΣΩ;
Όποιος έχει ένα minimum εμπλοκής σε συναισθηματικούς δεσμούς σίγουρα έχει βρεθεί αντιμέτωπος με το ερώτημα “Να χωρίσω;”, “πώς θα είναι η ζωή χωρίς αυτόν (αυτήν);”, “να δώσω άλλη μια ευκαιρία μήπως κάτι αλλάξει;”. Αυτά τα ερωτήματα συνηθέστατα συνοδεύονται από συναισθήματα όπως ένταση, δυσφορία, αγωνία, φόβο. Κάποιοι παίρνουν πιο εύκολα την απόφαση και κάποιοι δυσκολεύονται αφάνταστα πολύ· κάποιοι βρίσκονται αντιμέτωποι με το ερώτημα άπαξ και σε σχέση με ένα και μοναδικό πρόσωπο στη ζωή τους και άλλοι το έχουν βιώσει αλλεπάλληλες φορές και με διαφορετικούς συντρόφους. Αναφορικά με αυτούς που άπαξ το βίωσαν, υπάρχει περίπτωση η διάρκεια του ερωτήματος να είναι μεγάλη, ίσως λίγο μόνο λιγότερη από τη διάρκεια της ίδιας της σχέσης με το σύντροφο, που μπορεί να μετρά ακόμα και δεκαετίες. Τέλος, κάποιοι καταφέρνουν να πάρουν την απόφαση και, η ζωή τα φέρνει έτσι ώστε μέσα από τις επιλογές τους στο συναισθηματικό τομέα να χρειαστεί να ξαναβρεθούν αντιμέτωποι με την ίδια αμφιθυμική κατάσταση αναρωτώμενοι επιπλέον γιατί επιλέγουν εξακολουθητικά συντρόφους που τελικά τους κάνουν να δυσφορούν και να νιώθουν την ανάγκη να αποσκιρτήσουν από τη σχέση.
Έτσι κάποιος μπορεί να παρακολουθήσει σχέσεις ανθρώπων να εκτυλίσσονται με ένταση σε τέτοιο βαθμό που ν’ ακουμπά τα όρια της δυσλειτουργίας, της ανισορροπίας, στερούμενες εκτίμησης, σεβασμού, αμοιβαιότητας. Άλλες φορές πάλι η ένταση είναι υπόκωφη, σχηματοποιούμενη από την εκκωφαντική απουσία του συντρόφου, ο οποίος απλά και μόνο σωματικά (μην το συγχέετε με το σεξουαλικά) υπάρχει στο χωροχρόνο, χωρίς διάθεση συναισθηματικής εμπλοκής, μοιράσματος, δοσίματος. Τι λοιπόν κάνει τους ανθρώπους να δυσκολεύονται να απεμπλακούν από σχέσεις που μόνο λειτουργικές και συναισθηματικές δεν είναι, από σχέσεις που τους κάνουν να δυσφορούν;
Οι πλείστοι εκ των παγιδευμένων συνάνθρωπων μας πέφτουν στην παγίδα να ασχολούνται με τον έτερο κι όχι με τον εαυτό τους. Έτσι έχει τύχει να ακούσω άπειρες φορές συνανθρώπους μας οι οποίοι μου διεκτραγωδούν με πάσα λεπτομέρεια το πόσο άκομψος, απόμακρος, αποστερητικός, επικριτικός, βίαιος, κακοποιητικός είναι ο σύντροφος τους και βέβαια στην ερώτηση μου “εσείς τι κάνετε γι αυτό;” μου απαντούν “του έχω πει άπειρες φορές να φύγει κι αυτός (αυτή) δε φεύγει, τι άλλο να κάνω γιατρέ;”.
Το πρόβλημα είναι ότι συνηθέστατα κάποια άτομα, όσο κι εάν δυσφορούν ευρισκόμενα παγιδευμένα σε κατάσταση συναισθηματικής σχέσης, παραμένουν εκεί εγκλωβισμένα σαν να υπάρχει ένας αδιόρατος λώρος που είναι απίστευτα δύσκολο να κοπεί. Συνηθέστατα αυτός ο λώρος έχει μορφοποιηθεί μέσα σε μια κανονικότητα στη διάρκεια των πρώιμων της ζωής χρόνων, εξαιτίας της οποίας τα άτομα δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, δεν γνωρίζουν πώς είναι να τους ικανοποιούνται οι συναισθηματικές τους ανάγκες, τους είναι ανοίκειες έννοιες η καλλιέργεια του σεβασμού και το σμίλευμα της αξιοπρέπειας. Άλλες πάλι φορές, ή/ και παράλληλα με τις προηγούμενες συνθήκες, τα πράγματα- στις ίδιες πρώιμες φάσεις της ζωής, εκεί όπου ο άνθρωπος αρχίζει και αντιλαμβάνεται την ψυχοσυναισθηματική του υπόσταση- περιπλέκονται με βία, ύβρεις, κακοποίηση. Μέσα στη δίνη των ανισορροπιών, στις οποίες το άτομο εκτέθηκε από την τρυφερή του ηλικία, γεννήθηκε κινούμενη άμμος έτοιμη να καταβροχθίσει τις οποίες προσπάθειες για ισορροπία, αμοιβαιότητα, σεβασμό, εκτίμηση, και να απομυζήσει την ψυχική ενέργεια του ατόμου αφήνοντας το απλά να αναρωτιέται “ΝΑ ΧΩΡΙΣΩ Η ΝΑ ΜΗ ΧΩΡΙΣΩ;”, πρακτικά μη δυνάμενο να κινηθεί ενεργητικά προς κάποια κατεύθυνση.
Ας σκεφτούμε λοιπόν, όχι τον έτερο αλλά τον εαυτό κι ας προσπαθήσουμε να αποφλοιώσουμε τους μανδύες που λειτουργούν με το γνωστό σαγηνευτικό προπέτασμα του έρωτα, ο όποιος όμως από μόνος του δεν αρκεί για συναισθηματικά εμβριθείς σχέσεις όπου ιδανικά η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός και η εκτίμηση κυρίως στον εαυτό θα πρέπει να κυριαρχούν…